λάρνακα ή λάρναξ

λάρνακα ή λάρναξ
Ονομασία ξύλινων ή πήλινων κιβωτίων κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως στις δευτερογενείς ταφές (αποθήκευση των οστών ή της τέφρας του νεκρού), ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν και ως κενοτάφια. Αργότερα, λ. ονομάζονταν και τα κιβώτια που χρησίμευαν στην αποθήκευση αντικειμένων (συνήθως πολυτελών και προσωπικών). Κατά τους χριστιανικούς χρόνους η ονομασία επεκτάθηκε και στα κιβώτια που έφεραν λείψανα αγίων και χρησίμευαν για τον καθαγιασμό του χώρου. Η χρυσή λάρνακα που βρέθηκε στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάρναξ — λάρναξ, ακος, ή, ὁ (AM) βλ. λάρνακα …   Dictionary of Greek

  • λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… …   Dictionary of Greek

  • Larnaka — Λάρνακα Basisdaten Staat: Republik Zypern Bezirk: Larnaka …   Deutsch Wikipedia

  • Lárnaka — Lage der Stadt auf der Insel Finkoudes ist der Name der Strandpromenade, was im zyprischen Dialekt in etwa Palmenstraße heißt Larnaca, griechisch Lárnak …   Deutsch Wikipedia

  • λάρνακ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρναχ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και …   Dictionary of Greek

  • λαρνάκι — το (AM λαρνάκιον) [λάρναξ] μικρή λάρνακα νεοελλ. 1. πέτρινο ή κτιστό κατασκεύασμα για πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. σκάφη για πότισμα ζώων μσν. φέρετρο …   Dictionary of Greek

  • λαρνακίδιον — λαρνακίδιον, τὸ (ΑM) [λάρναξ] μικρή λάρνακα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”