λάρναξ — λάρναξ, ακος, ή, ὁ (AM) βλ. λάρνακα … Dictionary of Greek
λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… … Dictionary of Greek
Larnaka — Λάρνακα Basisdaten Staat: Republik Zypern Bezirk: Larnaka … Deutsch Wikipedia
Lárnaka — Lage der Stadt auf der Insel Finkoudes ist der Name der Strandpromenade, was im zyprischen Dialekt in etwa Palmenstraße heißt Larnaca, griechisch Lárnak … Deutsch Wikipedia
λάρνακ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάρναχ' — λάρνακα , λάρναξ coffer masc acc sg λάρνακι , λάρναξ coffer masc dat sg λάρνακε , λάρναξ coffer masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και … Dictionary of Greek
λαρνάκι — το (AM λαρνάκιον) [λάρναξ] μικρή λάρνακα νεοελλ. 1. πέτρινο ή κτιστό κατασκεύασμα για πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. σκάφη για πότισμα ζώων μσν. φέρετρο … Dictionary of Greek
λαρνακίδιον — λαρνακίδιον, τὸ (ΑM) [λάρναξ] μικρή λάρνακα … Dictionary of Greek